διαζόλια

διαζόλια
Διαζωνιακά άλατα που έχουν σταθεροποιηθεί ύστερα από μια διαδικασία σχηματισμού διπλών αλάτων με χλωριούχο ψευδάργυρο (ZnCl2) ή αλάτων με ναφθολενο-σουλφονικό οξύ. Χρησιμεύουν στη βαφή των ινών κυτταρίνης, κλωστών και υφασμάτων (σπάνια όμως μάλλινων και μεταξωτών). Τα δ. μπορούν εύκολα να προκαλέσουν έκρηξη σε καθαρή κατάσταση και γι’ αυτό αναμειγνύονται με ανόργανα άλατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”